- τουμπέρνω
- Νβλ. τουμπάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουμπέρνω — τουμπάρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουμπάρω — και τουμπέρνω Ν 1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι 2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή») 3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα… … Dictionary of Greek
τουμπάρω — και τουμπέρνω τουμπάρισα και τούμπαρα, τουμπαρίστηκα, τουμπαρισμένος 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι: Τουμπάρισε την κούρσα του. 2. μτφ., κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη προς ζημία του: Τον τούμπαρε ο απατεώνας. 3. αμτβ., ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)